- κυκλοτερεῖς
- κυκλοτερήςmade round by turningmasc/fem acc plκυκλοτερήςmade round by turningmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Golden line — The golden line is a type of Latin dactylic hexameter frequently mentioned in Latin classrooms in English speaking countries and in contemporary scholarship written in English. DefinitionThe golden line is variously defined, but most uses of the… … Wikipedia
QUADRATA, QUADRA et QUADRANGULA Vestis — saepius in Veter. seriptis occurrunt, ut apud Graecos τετράγωνα ἱμάτια; quae a rotundis diversa fuisse certum est. Rotundum enim est, quod angulos non habet; quadratum vero sine angulis esse non potest: hinc vestes, quae angulos non haberent, cae … Hofmann J. Lexicon universale
ROTUNDUM Vestimentum — Veteribus dicitur, quod angulos non habet; fignisicat autem angulus in veste partem extremam vestis, ubi aperta est, quaein acumen desinit, tam in ima vestis ora, quam in summa, cuiusmodi anguliin vestibus quadratis conspicui. Quae itaque circa… … Hofmann J. Lexicon universale
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
περίξεστρο — το, Ν ειδικό ξέστρο με το οποίο εξομαλύνονται κυκλοτερείς επιφάνειες αντικειμένων, αλλ. περιξεστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιξέω + επίθημα τρο (πρβλ. στέγασ τρο)] … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek